προόμνυμι

προόμνυμι
και προομνύω Α [ὄμνυμι]
1. ορκίζομαι, δίνω προηγουμένως τον καθορισμένο όρκο («προομνύουσιν ὅρκον», Παυσ.)
2. επικαλούμαι με όρκο προηγουμένως («προομόσας τοὺς νομίμους θεούς», Πλάτ.)
3. βεβαιώνω ενόρκως προηγουμένως («προὐμόσας τὸ μὴ εἰδέναι», Αισχ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προομόσῃ — προόμνυμι swear before aor subj mid 2nd sg προομόσῃ , προόμνυμι swear before aor subj act 3rd sg προομόσῃ , προόμνυμι swear before fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προομνύει — προόμνυμι swear before pres ind mp 2nd sg προομνύει , προόμνυμι swear before pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προομνύντων — προόμνυμι swear before pres part act masc/neut gen pl προομνύντων , προόμνυμι swear before pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προομνύουσιν — προόμνυμι swear before pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προομνύουσιν , προόμνυμι swear before pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομνύω — (ΑΜ ὀμνύω, Α και ὄμνυμι) 1. ορκίζομαι, παίρνω όρκο («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῑν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ΚΔ) 2. βεβαιώνω κάτι με όρκο, παρέχω ένορκη διαβεβαίωση («ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει προσπάθεια… …   Dictionary of Greek

  • προωμοσία — η, ΝΑ [προόμνυμι] (στο αττ. δίκ.) προδικαστική πράξη κατά την οποία ο κατήγορος υποχρεωνόταν να δώσει όρκο ότι όσα είχε καταγγείλει κατά τού αντιδίκου του ήταν αληθινά …   Dictionary of Greek

  • προομνύντος — προόμνυμι swear before pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προομόσαντας — προόμνυμι swear before aor part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προομόσαντες — προόμνυμι swear before aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προομόσαντος — προόμνυμι swear before aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”