προομόσῃ — προόμνυμι swear before aor subj mid 2nd sg προομόσῃ , προόμνυμι swear before aor subj act 3rd sg προομόσῃ , προόμνυμι swear before fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προομνύει — προόμνυμι swear before pres ind mp 2nd sg προομνύει , προόμνυμι swear before pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προομνύντων — προόμνυμι swear before pres part act masc/neut gen pl προομνύντων , προόμνυμι swear before pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προομνύουσιν — προόμνυμι swear before pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προομνύουσιν , προόμνυμι swear before pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομνύω — (ΑΜ ὀμνύω, Α και ὄμνυμι) 1. ορκίζομαι, παίρνω όρκο («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῑν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ΚΔ) 2. βεβαιώνω κάτι με όρκο, παρέχω ένορκη διαβεβαίωση («ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει προσπάθεια… … Dictionary of Greek
προωμοσία — η, ΝΑ [προόμνυμι] (στο αττ. δίκ.) προδικαστική πράξη κατά την οποία ο κατήγορος υποχρεωνόταν να δώσει όρκο ότι όσα είχε καταγγείλει κατά τού αντιδίκου του ήταν αληθινά … Dictionary of Greek
προομνύντος — προόμνυμι swear before pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προομόσαντας — προόμνυμι swear before aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προομόσαντες — προόμνυμι swear before aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προομόσαντος — προόμνυμι swear before aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)